μεταξοκλωστικός

μεταξοκλωστικός
-ή, -ό
1. (για εργαλεία) αυτός που με τη βοήθειά του γίνεται η κλώση νημάτων μεταξιού
2. το θηλ. ως ουσ. η μεταξοκλωστική
η τέχνη τής κατασκευής μετάξινων νημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + κλωστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”